ασκομύκητες

ασκομύκητες
Τάξη μυκήτων στην οποία ανήκουν όλα τα είδη που χαρακτηρίζονται από την παραγωγή ασκών –ενός ειδικού τύπου σποριαγγείου– μέσα στους οποίους περιέχονται τα ασκοσπόρια (ή σπόρια). Ο ασκός είναι ένα όργανο κοίλο, επίμηκες, ροπαλοειδές ή σφαιροειδές και αποτελεί το μητρικό κύτταρο των ασκοσπορίων, τα οποία κατά κανόνα είναι τέσσερα (ή οκτώ στις περιπτώσεις που έχει γίνει μια επιπλέον μείωση). Οι α. είναι περίπου 42.000. Αναπαράγονται, εκτός από τα ασκοσπόρια (τέλεια μορφή στον εγγενή πολλαπλασιασμό), είτε με εκβλαστήσεις, όπως συμβαίνει στις ζύμες (σακχαρομύκητες), είτε με αγενή σπόρια που ονομάζονται κονίδια και χαρακτηρίζουν την ατελή μορφή, όταν υπάρχει. Οι περισσότεροι α. είναι μικροσκοπικοί και ζουν συνήθως ως παράσιτα ή σαπρόφυτα των φυτών και σε μερικές περιπτώσεις των ζώων και του ανθρώπου. Από τους α. πολυάριθμοι είναι εκείνοι που συμβιώνουν με τα φύκια και συμμετέχουν στη συγκρότηση των λειχήνων, οι οποίοι τότε ονομάζονται ασκολειχήνες. Μεταξύ των παθογενών α. για τα φυτά απαριθμούνται οι μύκητες που προκαλούν π.χ. τον εξώασκο της ροδακινιάς, που είναι ασθένεια των φύλλων, το ωίδιο των σιτηρών, το ωίδιο της αμπέλου κλπ. Στους μύκητες των φρούτων ανήκουν οι ασκοφόρες μορφές διαφόρων ειδών. Υπάρχουν και μεγάλοι εδώδιμοι α., όπως η μορχέλα η κοινή, η μορχέλα η εδώδιμη, οι διάφορες τρούφες που είναι υπόγειοι μύκητες. Καλύτεροι από όλους είναι η άσπρη τρούφα και η μαύρη τρούφα, που είναι αρκετά γνωστοί για το ιδιαίτερο άρωμά τους. Οι μύκητες των γενών μορχέλα, ελβέλα, γυρομίτρα αναπτύσσουν καρποσώματα εφοδιασμένα με έναν στείρο πόδα, πάντοτε κοίλο, με σκληρή και ελαστική σάρκα. Οι μύκητες των τριών αυτών γενών είναι κατά κανόνα εδώδιμοι, και αναπτύσσονται συχνά την άνοιξη ή ακόμα και το φθινόπωρο, όπως μερικές ελβέλες, μέσα σε δάση και θαμνότοπους ή στις όχθες ποταμών και ρυακιών. Οι μορχέλες είναι οι πιο αρωματικές και περιζήτητες. Οι μύκητες των γενών γυρομίτρα και ελβέλα περιέχουν το τοξικό ελβελικό οξύ, αιτία πολλές φορές γαστρεντερικών ενοχλήσεων. Το οξύ αυτό διαλύεται στο θερμό νερό και καταστρέφεται με την ξήρανση, γι’ αυτό θεωρητικά οι μύκητες αυτοί, αποξηραμένοι ή μαγειρεμένοι, γίνονται εντελώς αβλαβείς και φαγώσιμοι. Στο γένος γυρομίτρα ωστόσο, εκτός από το ελβελικό οξύ, φαίνεται να υπάρχει μια άλλη τοξική ουσία που προκαλεί αναφυλαξίες. Σελίδα από το "Άσμα Ασμάτων" με μικρογραφίες του Ταντέρ Κριβέλι (Βιβλιοθήκη Estense, Μοδένα). Ασκός του ασκομύκητα Claviceps Purpurea, στον οποίο παράγοντα τα σπόρια του (φωτ. Igda). Στους ασκομύκητες ανήκει και η μορχέλα η στρογγύλη, μανιτάρι φαγώσιμο, που δεν πρέπει όμως να συγχέεται με όμοια δηλητηριώδη μανιτάρια. Ο Βρετανός πολιτικός και πρωθυπουργός Χέρμπερτ Χένρι Άσκουιθ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καρπικό σωμάτιο — Όργανο παραγωγής εγγενών σπορίων, που συναντάται στους ασκομύκητες και στους βασιδιομύκητες. Στους ασκομύκητες τα κ.σ. ονομάζονται ασκοκάρπια, είναι συνήθως μικρών διαστάσεων και διακρίνονται σε τρεις τύπους: το κλειστοθήκιο, το περιθήκιο και το… …   Dictionary of Greek

  • δευτερομύκητες — Μύκητες των οποίων είναι γνωστή μόνο η αγενής αναπαραγωγή, δηλαδή το ατελές στάδιο, γι’ αυτό ονομάζονται και ατελείς μύκητες. Αυτό σημαίνει ότι είτε οι μύκητες αυτοί έχουν χάσει την ικανότητα εγγενούς αναπαραγωγής είτε απλώς δεν έχει παρατηρηθεί… …   Dictionary of Greek

  • κονίδιο — Σπόριο αγενούς αναπαραγωγής, το οποίο σχηματίζεται στις κορυφές ή στις πλευρές ειδικών υφών του μυκηλίου των μυκήτων. Είναι χαρακτηριστικά στους ανώτερους μύκητες και, ειδικότερα, στους ασκομύκητες και στους δευτερομύκητες. Υπάρχει μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • λαβουλβενιομύκητες — οι (μυκητ.) κλάση μυκήτων που ανήκει στους ασκομύκητες και περιλαμβάνει περισσότερα από 1.500 είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β σύνθ., πρβλ. αγγλ. laboulbeniomycetes < laboulbenia < νεολατ.… …   Dictionary of Greek

  • λεκανορώδη — τα βοτ. τάξη λειχήνων που ανήκει στην κλάση ασκομύκητες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lecanorales < lecanora (< λεκάνη + ὥρα) + κατάλ. ales] …   Dictionary of Greek

  • ξανθόρια — η βοτ. γένος λειχήνων τής κλάσης ασκομύκητες …   Dictionary of Greek

  • πλασμογαμία — η, Ν 1. βιολ. στα πρωτόζωα) α) η συγχώνευση διαφόρων ατόμων σε μια πολυπυρηνική μάζα β) η σύντηξη τού κυτταροπλάσματος χωρίς πυρηνική σύντηξη 2. βοτ. διαδικασία η οποία ακολουθεί αμέσως μετά την καρυογαμία, δηλαδή την ένωση πυρήνων, σε ορισμένους …   Dictionary of Greek

  • πυρηνομύκητες — οι, Ν (μυκητ.) κλάση ασκομυκήτων η οποία περιλαμβάνει τους ασκομύκητες που παράγουν περιθήκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrenomyketes (< πυρήνας + μύκητες). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον θ. Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

  • τρούφα — και παλ. γρφ. τρούφφα, η, Ν 1. (μυκητ.) κοινή ονομασία εδώδιμων και φημισμένων για τη γεύση τους υπόγειων σαπροφυτικών μυκήτων που έχουν κονδυλόμορφο σχήμα, σχηματίζουν μυκορριζικές σχέσεις με τις ρίζες διαφόρων δέντρων, κυρίως με τη δρυ, και… …   Dictionary of Greek

  • υμένιο — το / ὑμένιον, ΝΑ [ὑμήν, ένος] λεπτός υμένας, υμενίσκος νεοελλ. 1. (μυκητ.) στρώμα που αποτελείται από ασκούς ή βασίδια και απαντά στους ανώτερους μύκητες, όπου επιστρώνει το ασκοκάρπιο στους ασκομύκητες ή το βασιδιοκάρπιο στους βασιδιομύκητες 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”